rend
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | rend |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rends |
αόριστος | rent, rended |
παθητική μετοχή | rent, rended |
ενεργητική μετοχή | rending |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
επεξεργασίαrend (en)
Εκφράσεις
επεξεργασία- heart-rending (σπαρακτικό, σπαραξικάρδιο)