Ετυμολογία

επεξεργασία
remplisseur < remplir

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
remplisseur remplisseurs

remplisseur (fr) αρσενικό

  • εργάτης που βάφει τα διάκενα που ζωγραφίστηκαν προηγουμένως από κάποιον άλλον

Δείτε επίσης

επεξεργασία