remplisseuse
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- remplisseuse < remplir
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
remplisseuse | remplisseuses |
remplisseuse (fr) θηλυκό
- υφάντρια που συμπληρώνει ή διορθώνει τα κενά σε δαντέλα
- (τεχνολογία) μηχανή που γεμίζει πολλά μπουκάλια ταυτόχρονα