Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

remplisseuse < remplir

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
remplisseuse remplisseuses

remplisseuse (fr) θηλυκό

  1. υφάντρια που συμπληρώνει ή διορθώνει τα κενά σε δαντέλα
  2. (τεχνολογία) μηχανή που γεμίζει πολλά μπουκάλια ταυτόχρονα