releveur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | releveur | releveurs |
θηλυκό | releveuse | releveuses |
Επίθετο
επεξεργασίαreleveur (fr)
- (για μύωνες) ανυψωτικός
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | releveur | releveurs |
θηλυκό | releveuse | releveuses |
releveur (fr)