reinvigoration
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαreinvigoration < reinvigorate
Ουσιαστικό
επεξεργασίαreinvigoration (en)
- η αναζωογόνηση, η απόκτηση ή παροχή νέου σφρίγους, δυνάμεων, πνοής
reinvigoration < reinvigorate
reinvigoration (en)