Γαλλικά (fr) επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό recalé recalés
θηλυκό recalée recalées

  Επίθετο επεξεργασία

recalé (fr)

  • που έχει κοπεί ή απορριφθεί (σε εξετάσεις)