Δείτε επίσης: reeve
ενεστώτας reave
γ΄ ενικό ενεστώτα reaves
αόριστος reaved, reft
παθητική μετοχή reaved, reft
ενεργητική μετοχή reaving

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /riːv/
ομόηχο: reeve (αξιωματούχος)

reave (en)