rassuré
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rassuré | rassurés |
θηλυκό | rassurée | rassurées |
Επίθετο
επεξεργασίαrassuré (fr)
- που έχει καθησυχάσει
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη rassurer
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rassuré | rassurés |
θηλυκό | rassurée | rassurées |
rassuré (fr)