rançonnement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
rançonnement | rançonnements |
Ουσιαστικό επεξεργασία
rançonnement (fr) αρσενικό
- ο περιορισμός της κατανάλωσης σε περίοδο έκτακτης ανάγκης
ενικός | πληθυντικός |
rançonnement | rançonnements |
rançonnement (fr) αρσενικό