rajustement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- rajustement < rajuster
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
rajustement | rajustements |
rajustement (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
rajustement | rajustements |
rajustement (fr) αρσενικό