Ετυμολογία

επεξεργασία
rajustement < rajuster

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
rajustement rajustements

rajustement (fr) αρσενικό

  1. η επισκευή
  2. η εκ νέου ρύθμιση