réuni
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- réuni < réunir
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | réuni | réunis |
θηλυκό | réunie | réunies |
réuni (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | réuni | réunis |
θηλυκό | réunie | réunies |
réuni (fr)