réticent
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | réticent | réticents |
θηλυκό | réticente | réticentes |
Επίθετο
επεξεργασίαréticent (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | réticent | réticents |
θηλυκό | réticente | réticentes |
réticent (fr)