Ετυμολογία

επεξεργασία
réseauter < réseau

réseauter (fr)

  1. δικτυώνω, συνδέω οργανισμούς μέσω ενός δικτύου
  2. αναπτύσσω τις σχέσεις μου, ιδίως επαγγελματικές, μέσω ενός δικτύου (κυρίως του ίντερνετ)

Παράγωγα

επεξεργασία