Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

réitération < ré- + itération

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
réitération réitérations

réitération (fr) θηλυκό