récapitulatif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- récapitulatif < récapituler
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | récapitulatif | récapitulatifs |
θηλυκό | récapitulative | récapitulatives |
récapitulatif (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
récapitulatif | récapitulatifs |
récapitulatif (fr) αρσενικό
- ανακεφαλαιωτικό κείμενο