ενικός         πληθυντικός  
rééducation rééducations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

rééducation (fr) θηλυκό

  1. η μετεκπαίδευση
  2. η αναμόρφωση
  3. η αποκατάσταση
  4. η φυσιοθεραπεία