quota
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
quota (en)
- το μερίδιο ή το ποσοστό ενός συνόλου που αναλογεί σε κάποιον
- το ανώτατο όριο που κάποιος δεν μπορεί να υπερβεί
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
quota (fr)
quota (en)
quota (fr)