quinaire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
quinaire | quinaires |
Επίθετο
επεξεργασίαquinaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (μαθηματικά) διαιρετός δια πέντε
- (πληροφορική) που χρησιμοποιεί πέντε στοιχεία
ενικός | πληθυντικός |
quinaire | quinaires |
quinaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό