ενικός         πληθυντικός  
quinaire quinaires

  Επίθετο

επεξεργασία

quinaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (μαθηματικά) διαιρετός δια πέντε
  2. (πληροφορική) που χρησιμοποιεί πέντε στοιχεία