quarantenaire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
quarantenaire | quarantenaires |
Επίθετο
επεξεργασίαquarantenaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- τεσσαρακονταετής
- (κατ’ επέκταση) που είναι από 40 έως 49 ετών
ενικός | πληθυντικός |
quarantenaire | quarantenaires |
quarantenaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό