Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

quantizer < quantize + -er

  Ουσιαστικό επεξεργασία

quantizer (en)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • quantizer στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «κβαντιστής», «κβαντιστήρας» από αναζήτηση «quantizer» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.