Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

quantization < quantize + -ation

  Ουσιαστικό επεξεργασία

quantization (en)

  1. η κβάντωση
  2. (μαθηματικά), (επεξεργασία σήματος) ο κβαντισμός [1]

Άλλες γραφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «κβαντισμός» από αναζήτηση «quantization» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.