Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

quantisation < quantise + -ation

  Ουσιαστικό επεξεργασία

quantisation (en)

  • (Βρετανικό) → δείτε τη λέξη quantization



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

quantisation (fr)