pyrexie
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
pyrexie | pyrexies |
Ετυμολογία
επεξεργασία- pyrexie < αρχαία ελληνική πυρεκτικός, κατά το cachexie
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpyrexie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
pyrexie | pyrexies |
pyrexie (fr) θηλυκό