pustuleux
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pustuleux | pustuleux |
θηλυκό | pustuleuse | pustuleuses |
Επίθετο επεξεργασία
pustuleux (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pustuleux | pustuleux |
θηλυκό | pustuleuse | pustuleuses |
pustuleux (fr)