• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

puss

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αγγλικά (en)
    • 1.1 Ουσιαστικό
  • 2 Σουηδικά (sv)
    • 2.1 Ουσιαστικό

Αγγλικά (en)

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

puss (en)

  1. γάτος
    Puss in boots - O παπουτσωμένος γάτος
    ≈ συνώνυμα: cat, pussy
  2. κορίτσι ή νεαρή γυναίκα
  3. το στόμα



Σουηδικά (sv)

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

puss (sv)

  • φιλί
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=puss&oldid=3881014"
Τελευταία επεξεργασία στις 18 Μαΐου 2017, στις 11:56

Γλώσσες

    • Azərbaycanca
    • Čeština
    • Deutsch
    • English
    • Esperanto
    • Español
    • Eesti
    • Suomi
    • Français
    • Galego
    • Magyar
    • Հայերեն
    • Ido
    • Íslenska
    • 日本語
    • ქართული
    • 한국어
    • Kurdî
    • Кыргызча
    • Lombard
    • Lietuvių
    • Malagasy
    • മലയാളം
    • Norsk
    • Oromoo
    • Polski
    • Русский
    • Sängö
    • Svenska
    • తెలుగు
    • Türkçe
    • Tiếng Việt
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 18 Μαΐου 2017, στις 11:56.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας