purgatif
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- purgatif < purger
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | purgatif | purgatifs |
θηλυκό | purgative | purgatives |
purgatif (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | purgatif | purgatifs |
θηλυκό | purgative | purgatives |
purgatif (fr)