punitif
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- punitif < punition
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | punitif | punitifs |
θηλυκό | punitive | punitives |
punitif (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | punitif | punitifs |
θηλυκό | punitive | punitives |
punitif (fr)