Ετυμολογία

επεξεργασία
puberté < λατινική pubertas

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /py.bɛʁ.te/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
puberté pubertés

puberté (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία