psammivore
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
psammivore | psammivores |
Ετυμολογία
επεξεργασία- psammivore < αρχαία ελληνική ψάμμος + -vore
Επίθετο
επεξεργασίαpsammivore (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που τρέφεται από οργανισμούς που ζουν στην ψάμμο