prospectiviste
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
prospectiviste | prospectivistes |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαprospectiviste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός με μελετά το μέλλον της ανθρωπότητας ή, ειδικότερα, των συνεπειών μιας πράξης ή απόφασης
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη prospecter