ενικός         πληθυντικός  
prospection prospections

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

prospection (fr) θηλυκό

  1. η διερεύνηση, εξερεύνηση
  2. μελέτη με σκοπό τη δημιουργία πελατείας

Συγγενικά

επεξεργασία