prospection
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
prospection | prospections |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαprospection (fr) θηλυκό
- η διερεύνηση, εξερεύνηση
- μελέτη με σκοπό τη δημιουργία πελατείας
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη prospecter
ενικός | πληθυντικός |
prospection | prospections |
prospection (fr) θηλυκό