Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

prolificité < prolifique

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
prolificité prolificités

prolificité (fr) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία