Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

prolifique < λατινική proles + -fique

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
prolifique prolifiques

prolifique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. πολύ γόνιμος, παραγωγικός
  2. (ειδικότερα) πολυγραφικός

Συγγενικά επεξεργασία