projeté
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | projeté | projetés |
θηλυκό | projetée | projetées |
Επίθετο
επεξεργασία
projeté (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | projeté | projetés |
θηλυκό | projetée | projetées |
projeté (fr)