Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

probationer (en)

  1. δόκιμος (π.χ. καλόγερος,νοσηλευτής)
  2. εκπαιδευόμενος, μαθητευόμενος επαγγελματίας
  3. κατάδικος που απολύεται υπό όρους, που τελεί υπό επιτήρηση, απολύεται απο την φυλακή με αναστολή