probabilisme
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
probabilisme | probabilismes |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαprobabilisme (fr) αρσενικό
- (φιλοσοφία) θεωρία σύμφωνα με την οποία ο ανθρώπινος νους μπορεί να φτάσει μόνο σε πιθανότητες κι όχι σε βεβαιότητες
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη probable