γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό privatif privatifs
θηλυκό privative privatives

  Επίθετο

επεξεργασία

privatif (fr)

  1. (νομικός όρος) αποκλειστικός
  2. (για χώρο) που ανήκει σε κάποιον αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί από κάποιον άλλον
  3. (γραμματική) που εκφράζει την έλλειψη ενός χαρακτηριστικού