privatif
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | privatif | privatifs |
θηλυκό | privative | privatives |
Επίθετο επεξεργασία
privatif (fr)
- (νομικός όρος) αποκλειστικός
- (για χώρο) που ανήκει σε κάποιον αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί από κάποιον άλλον
- (γραμματική) που εκφράζει την έλλειψη ενός χαρακτηριστικού