Αρωμουνικά (βλάχικα) (roa-rup) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

prilargu < pri (< λατινική per) + largu (< λατινική largus)

  Επίρρημα επεξεργασία

prilargu (roa-rup)

  1. μακρύτερα
  2. ενδιάμεσα

  Πηγές επεξεργασία