Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
prieuré
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
prieuré
prieurés
Ουσιαστικό
επεξεργασία
prieuré
(fr)
αρσενικό
(
χριστιανισμός
) το
μοναστήρι
, η
μονή
η κατοικία του
ηγούμενου
Συγγενικά
επεξεργασία
prier
prière