Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
prieuré prieurés

  Ουσιαστικό επεξεργασία

prieuré (fr) αρσενικό

  1. (χριστιανισμός) το μοναστήρι, η μονή
  2. η κατοικία του ηγούμενου

Συγγενικά επεξεργασία