Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

presumption (en)

  1. υπόθεση, παραδοχή
  2. υπερβολική αυτοπεποίθηση, αλαζονεία
  3. τεκμήριο
    the presumption of innocence - το τεκμήριο της αθωότητας