presumption
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpresumption (en)
- υπόθεση, παραδοχή
- υπερβολική αυτοπεποίθηση, αλαζονεία
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, νομικός όρος) το τεκμήριο, η ενέργεια του να υποθέτω ότι κάτι είναι αληθινό, αν και δεν έχει ακόμη αποδειχθεί ή δεν είναι βέβαιο
- ⮡ the presumption of innocence - το τεκμήριο της αθωότητας