prescriptif
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | prescriptif | prescriptifs |
θηλυκό | prescriptive | prescriptives |
Επίθετο επεξεργασία
prescriptif (fr)
- υποχρεωτικός, που αποτελεί εντολή
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη prescrire