prévenant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | prévenant | prévenants |
θηλυκό | prévenante | prévenantes |
Επίθετο
επεξεργασίαprévenant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | prévenant | prévenants |
θηλυκό | prévenante | prévenantes |
prévenant (fr)