présidentiable
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
présidentiable | présidentiables |
Επίθετο
επεξεργασίαprésidentiable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που πρόκειται να παρουσιαστεί σε εκλογές προέδρου της δημοκρατίας
ενικός | πληθυντικός |
présidentiable | présidentiables |
présidentiable (fr) αρσενικό ή θηλυκό