Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό préservatif préservatifs
θηλυκό préservative préservatives

préservatif (fr)

  1. προφυλακτικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
préservatif préservatifs

préservatif (fr) αρσενικό

  1. το προφυλακτικό