préservatif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | préservatif | préservatifs |
θηλυκό | préservative | préservatives |
préservatif (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
préservatif | préservatifs |
préservatif (fr) αρσενικό
- το προφυλακτικό