préscientifique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- préscientifique < pré- + scientifique
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
préscientifique | préscientifiques |
préscientifique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που προϋπήρχε της επιστημονικής γνώσης