Ετυμολογία

επεξεργασία
pozza < pozzo

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpot.t͡sa/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pozza pozze

pozza (it) θηλυκό

  1. λακκούβα γεμάτη νερό
  2. (μετεωρολογία) νεροποντή