porte-drapeau
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
porte-drapeau | porte-drapeau |
porte-drapeau (fr) αρσενικό
- ο σημαιοφόρος, ο μπαϊρακτάρης
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
porte-drapeau | porte-drapeau |
porte-drapeau (fr) αρσενικό