porte-bonheur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɔʁ.t(ə)bɔ.nœʁ/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
porte-bonheur | porte-bonheur |
porte-bonheur (fr) αρσενικό
- το γούρι, το πορτμπονέρ, το φυλαχτό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
porte-bonheur | porte-bonheur |
porte-bonheur (fr) αρσενικό