portant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | portant | portants |
θηλυκό | portante | portantes |
Επίθετο
επεξεργασίαportant (fr)
- που φέρει κάτι
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | portant | portants |
θηλυκό | portante | portantes |
portant (fr)