porrandello
Ιταλικά (it) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
porandello | porandelli |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /por.ranˈdɛl.lo/
Ουσιαστικό επεξεργασία
porrandello (it) αρσενικό
Συνώνυμα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- porrandello - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).